- οικονομολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομολογία ή τον οικονομολόγο: Οικονομολογική μελέτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οικονομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομολογία ή στον οικονομολόγο. επίρρ... οικονομολογικώς και ά από οικονομολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικονομολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Καραθεοδωρή] … Dictionary of Greek